- πάμφωνος
- πάμφωνοςwith all tonesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάμφωνος — πάμφωνος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που εκπέμπει ή παράγει όλες τις φωνές, όλους τους ήχους ή τους τόνους 2. αυτός που τραγουδιέται από πολλές και δυνατές φωνές («οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων», Πίνδ.) 3. μτφ. εκφραστικός 4. αυτός που κάνει… … Dictionary of Greek
παμφώνως — πάμφωνος with all tones adverbial πάμφωνος with all tones masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμφωνον — πάμφωνος with all tones masc/fem acc sg πάμφωνος with all tones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφώνοις — πάμφωνος with all tones masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφώνοισι — πάμφωνος with all tones masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφώνου — πάμφωνος with all tones masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφώνων — πάμφωνος with all tones masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφώνῳ — πάμφωνος with all tones masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμφωνε — πάμφωνος with all tones masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek